- σπογγεύς
- ὁ, και σπογγιεύς, Ασπογγαλιεύς, σφουγγαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπογγεῖς — σπογγεύς masc acc pl σπογγεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
σπογγιεύς — ὁ, Α βλ. σπογγεύς … Dictionary of Greek